- ἀγαθοεργούς
- ἀγαθοεργόςdoing goodmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
Αλαμάνος, Πέτρος — (1612 – 1685). Ευγενής από τη Ζάκυνθο. Ο Α. έγινε περιβόητος για τη σκληρότητά του. Όταν ένας γιος του παντρεύτηκε την κόρη κάποιου προσωπικού εχθρού του, τον έπεισε και την έδιωξε την επόμενη μέρα του γάμου με την κατηγορία ότι δεν ήταν παρθένα … Dictionary of Greek